Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπείραστος
ἀπείρατος
ἀπείρατος2
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειροδιοικήτης
ἀπειρόδροσος
ἀπειροδύναμος
View word page
ἀπειρία2
infinity

ShortDef

want of skill, inexperience
infinity

Debugging

Headword:
ἀπειρία2
Headword (normalized):
ἀπειρία
Headword (normalized/stripped):
απειρια2
IDX:
10261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10262
Key:

Data

{'content': 'infinity'}