Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειράκις
ἀπείρανδρος
ἀπείραστος
ἀπείρατος
ἀπείρατος2
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειροδιοικήτης
View word page
ἀπείρητος
without making trial of, inexperienced

ShortDef

without making trial of, inexperienced

Debugging

Headword:
ἀπείρητος
Headword (normalized):
ἀπείρητος
Headword (normalized/stripped):
απειρητος
IDX:
10259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10260
Key:

Data

{'content': 'without making trial of, inexperienced'}