Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδελφίδιον
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδέλφιξις
ἀδέλφιον
ἀδελφίς
ἀδελφοδότης
ἀδελφόθεν
ἀδελφοκτονέω
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
View word page
ἀδελφοκτόνος
murdering a brother

ShortDef

murdering a brother

Debugging

Headword:
ἀδελφοκτόνος
Headword (normalized):
ἀδελφοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
αδελφοκτονος
IDX:
1025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1026
Key:

Data

{'content': 'murdering a brother'}