Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀπειραίη
Ἀπειραῖος
ἀπειράκις
ἀπείρανδρος
ἀπείραστος
ἀπείρατος
ἀπείρατος2
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος
View word page
ἀπειρέσιος
boundless, immense, countless

ShortDef

boundless, immense, countless

Debugging

Headword:
ἀπειρέσιος
Headword (normalized):
ἀπειρέσιος
Headword (normalized/stripped):
απειρεσιος
IDX:
10257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10258
Key:

Data

{'content': 'boundless, immense, countless'}