Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπειράγαθος
Ἀπειραίη
Ἀπειραῖος
ἀπειράκις
ἀπείρανδρος
ἀπείραστος
ἀπείρατος
ἀπείρατος2
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
View word page
ἀπείργω
to keep away from, debar from
ShortDef
to keep away from, debar from
Debugging
Headword:
ἀπείργω
Headword (normalized):
ἀπείργω
Headword (normalized/stripped):
απειργω
IDX:
10256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10257
Key:
Data
{'content': 'to keep away from, debar from'}