Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπειραγαθέω
ἀπειραγαθία
ἀπειράγαθος
Ἀπειραίη
Ἀπειραῖος
ἀπειράκις
ἀπείρανδρος
ἀπείραστος
ἀπείρατος
ἀπείρατος2
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
View word page
ἀπειραχῶς
in an infinite number of ways
ShortDef
in an infinite number of ways
Debugging
Headword:
ἀπειραχῶς
Headword (normalized):
ἀπειραχῶς
Headword (normalized/stripped):
απειραχως
IDX:
10254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10255
Key:
Data
{'content': 'in an infinite number of ways'}