Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειλητικός
ἄπειμι
ἄπειμι2
ἀπεῖπον
ἀπειραγαθέω
ἀπειραγαθία
ἀπειράγαθος
Ἀπειραίη
Ἀπειραῖος
ἀπειράκις
ἀπείρανδρος
ἀπείραστος
ἀπείρατος
ἀπείρατος2
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
View word page
ἀπείρανδρος
that has not known man

ShortDef

that has not known man

Debugging

Headword:
ἀπείρανδρος
Headword (normalized):
ἀπείρανδρος
Headword (normalized/stripped):
απειρανδρος
IDX:
10250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10251
Key:

Data

{'content': 'that has not known man'}