Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπείλημα
ἀπείλησις
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἄπειμι
ἄπειμι2
ἀπεῖπον
ἀπειραγαθέω
ἀπειραγαθία
ἀπειράγαθος
Ἀπειραίη
Ἀπειραῖος
ἀπειράκις
ἀπείρανδρος
ἀπείραστος
ἀπείρατος
ἀπείρατος2
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
View word page
ἀπειράγαθος
unacquainted with goodness, foolish

ShortDef

unacquainted with goodness, foolish

Debugging

Headword:
ἀπειράγαθος
Headword (normalized):
ἀπειράγαθος
Headword (normalized/stripped):
απειραγαθος
IDX:
10246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10247
Key:

Data

{'content': 'unacquainted with goodness, foolish'}