Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
ἀπειλέω
ἀπειλέω2
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλησις
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἄπειμι
ἄπειμι2
ἀπεῖπον
ἀπειραγαθέω
ἀπειραγαθία
ἀπειράγαθος
Ἀπειραίη
Ἀπειραῖος
ἀπειράκις
ἀπείρανδρος
View word page
ἀπειλητικός
threatening
ShortDef
threatening
Debugging
Headword:
ἀπειλητικός
Headword (normalized):
ἀπειλητικός
Headword (normalized/stripped):
απειλητικος
IDX:
10240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10241
Key:
Data
{'content': 'threatening'}