Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
ἀπειλέω
ἀπειλέω2
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλησις
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἄπειμι
ἄπειμι2
ἀπεῖπον
ἀπειραγαθέω
ἀπειραγαθία
ἀπειράγαθος
Ἀπειραίη
Ἀπειραῖος
ἀπειράκις
View word page
ἀπειλητήριος
of/for threatening

ShortDef

of/for threatening

Debugging

Headword:
ἀπειλητήριος
Headword (normalized):
ἀπειλητήριος
Headword (normalized/stripped):
απειλητηριος
IDX:
10239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10240
Key:

Data

{'content': 'of/for threatening'}