Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπεικασμός
ἀπεικαστέον
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
ἀπειλέω
ἀπειλέω2
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλησις
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἄπειμι
ἄπειμι2
ἀπεῖπον
ἀπειραγαθέω
ἀπειραγαθία
ἀπειράγαθος
Ἀπειραίη
View word page
ἀπείλησις
threat
ShortDef
threat
Debugging
Headword:
ἀπείλησις
Headword (normalized):
ἀπείλησις
Headword (normalized/stripped):
απειλησις
IDX:
10237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10238
Key:
Data
{'content': 'threat'}