Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπείκασμα
ἀπεικασμός
ἀπεικαστέον
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
ἀπειλέω
ἀπειλέω2
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλησις
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἄπειμι
ἄπειμι2
ἀπεῖπον
ἀπειραγαθέω
ἀπειραγαθία
ἀπειράγαθος
View word page
ἀπείλημα
threat

ShortDef

threat

Debugging

Headword:
ἀπείλημα
Headword (normalized):
ἀπείλημα
Headword (normalized/stripped):
απειλημα
IDX:
10236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10237
Key:

Data

{'content': 'threat'}