Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασία
ἀπείκασμα
ἀπεικασμός
ἀπεικαστέον
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
ἀπειλέω
ἀπειλέω2
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλησις
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἄπειμι
ἄπειμι2
ἀπεῖπον
View word page
ἀπειλέω
[to force back]
ShortDef
[to force back]
threaten; (Hom.) boast, promise
Debugging
Headword:
ἀπειλέω
Headword (normalized):
ἀπειλέω
Headword (normalized/stripped):
απειλεω
IDX:
10233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10234
Key:
Data
{'content': '[to force back]'}