Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειθήνιος
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασία
ἀπείκασμα
ἀπεικασμός
ἀπεικαστέον
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
ἀπειλέω
ἀπειλέω2
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλησις
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἄπειμι
ἄπειμι2
View word page
ἀπεικότως
unreasonably

ShortDef

unreasonably

Debugging

Headword:
ἀπεικότως
Headword (normalized):
ἀπεικότως
Headword (normalized/stripped):
απεικοτως
IDX:
10232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10233
Key:

Data

{'content': 'unreasonably'}