Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδέλφιξις
ἀδέλφιον
ἀδελφίς
ἀδελφοδότης
ἀδελφόθεν
ἀδελφοκτονέω
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
View word page
ἀδελφόθεν
germanitus
ShortDef
germanitus
Debugging
Headword:
ἀδελφόθεν
Headword (normalized):
ἀδελφόθεν
Headword (normalized/stripped):
αδελφοθεν
IDX:
1022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1023
Key:
Data
{'content': 'germanitus'}