Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
ἀπεθιστέον
ἀπεῖδον
ἀπειδοποιέω
ἀπειθαρχία
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθήνιος
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασία
ἀπείκασμα
ἀπεικασμός
ἀπεικαστέον
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπεικόνισμα
ἀπεικότως
View word page
ἀπειθήνιος
disobedient

ShortDef

disobedient

Debugging

Headword:
ἀπειθήνιος
Headword (normalized):
ἀπειθήνιος
Headword (normalized/stripped):
απειθηνιος
IDX:
10222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10223
Key:

Data

{'content': 'disobedient'}