Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδελφεός
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδέλφιξις
ἀδέλφιον
ἀδελφίς
ἀδελφοδότης
ἀδελφόθεν
ἀδελφοκτονέω
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
View word page
ἀδελφοδότης
bestowing brothers

ShortDef

bestowing brothers

Debugging

Headword:
ἀδελφοδότης
Headword (normalized):
ἀδελφοδότης
Headword (normalized/stripped):
αδελφοδοτης
IDX:
1021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1022
Key:

Data

{'content': 'bestowing brothers'}