Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαχλυόομαι
ἀπαχλύω
ἀπαχυρίζω
ἀπεγγυαλίζω
ἀπεγνωσμένως
ἀπεδίζω
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
ἀπεθιστέον
ἀπεῖδον
ἀπειδοποιέω
ἀπειθαρχία
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθήνιος
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασία
ἀπείκασμα
View word page
ἀπεθιστέον
one must disuse, unteach

ShortDef

one must disuse, unteach

Debugging

Headword:
ἀπεθιστέον
Headword (normalized):
ἀπεθιστέον
Headword (normalized/stripped):
απεθιστεον
IDX:
10216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10217
Key:

Data

{'content': 'one must disuse, unteach'}