Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάχεια
ἀπαχής
ἀπάχθομαι
ἀπαχλυόομαι
ἀπαχλύω
ἀπαχυρίζω
ἀπεγγυαλίζω
ἀπεγνωσμένως
ἀπεδίζω
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
ἀπεθιστέον
ἀπεῖδον
ἀπειδοποιέω
ἀπειθαρχία
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθήνιος
ἀπειθής
View word page
ἄπεδος
even, level, flat

ShortDef

even, level, flat

Debugging

Headword:
ἄπεδος
Headword (normalized):
ἄπεδος
Headword (normalized/stripped):
απεδος
IDX:
10213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10214
Key:

Data

{'content': 'even, level, flat'}