Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαφρίζω
ἀπάχεια
ἀπαχής
ἀπάχθομαι
ἀπαχλυόομαι
ἀπαχλύω
ἀπαχυρίζω
ἀπεγγυαλίζω
ἀπεγνωσμένως
ἀπεδίζω
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
ἀπεθιστέον
ἀπεῖδον
ἀπειδοποιέω
ἀπειθαρχία
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθήνιος
View word page
ἀπέδιλος
unshod
ShortDef
unshod
Debugging
Headword:
ἀπέδιλος
Headword (normalized):
ἀπέδιλος
Headword (normalized/stripped):
απεδιλος
IDX:
10212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10213
Key:
Data
{'content': 'unshod'}