Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαφίσκω
ἀπαφρίζω
ἀπάχεια
ἀπαχής
ἀπάχθομαι
ἀπαχλυόομαι
ἀπαχλύω
ἀπαχυρίζω
ἀπεγγυαλίζω
ἀπεγνωσμένως
ἀπεδίζω
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
ἀπεθιστέον
ἀπεῖδον
ἀπειδοποιέω
ἀπειθαρχία
ἀπείθεια
ἀπειθέω
View word page
ἀπεδίζω
level
ShortDef
level
Debugging
Headword:
ἀπεδίζω
Headword (normalized):
ἀπεδίζω
Headword (normalized/stripped):
απεδιζω
IDX:
10211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10212
Key:
Data
{'content': 'level'}