Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαφίνιον
ἀπαφίσκω
ἀπαφρίζω
ἀπάχεια
ἀπαχής
ἀπάχθομαι
ἀπαχλυόομαι
ἀπαχλύω
ἀπαχυρίζω
ἀπεγγυαλίζω
ἀπεγνωσμένως
ἀπεδίζω
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
ἀπεθιστέον
ἀπεῖδον
ἀπειδοποιέω
ἀπειθαρχία
ἀπείθεια
View word page
ἀπεγνωσμένως
desperately

ShortDef

desperately

Debugging

Headword:
ἀπεγνωσμένως
Headword (normalized):
ἀπεγνωσμένως
Headword (normalized/stripped):
απεγνωσμενως
IDX:
10210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10211
Key:

Data

{'content': 'desperately'}