Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄδεκτος
ἀδελφεός
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδέλφιξις
ἀδέλφιον
ἀδελφίς
ἀδελφοδότης
ἀδελφόθεν
ἀδελφοκτονέω
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
View word page
ἀδελφίς
date

ShortDef

date

Debugging

Headword:
ἀδελφίς
Headword (normalized):
ἀδελφίς
Headword (normalized/stripped):
αδελφις
IDX:
1020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1021
Key:

Data

{'content': 'date'}