Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαυτοματίζω
ἀπαυτομολέω
ἄπαυτος
ἀπαυτοσχεδιάζω
ἀπαυχενίζω
ἀπαφίνιον
ἀπαφίσκω
ἀπαφρίζω
ἀπάχεια
ἀπαχής
ἀπάχθομαι
ἀπαχλυόομαι
ἀπαχλύω
ἀπαχυρίζω
ἀπεγγυαλίζω
ἀπεγνωσμένως
ἀπεδίζω
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἄπεζος
ἀπεθίζω
View word page
ἀπάχθομαι
to be grievous

ShortDef

to be grievous

Debugging

Headword:
ἀπάχθομαι
Headword (normalized):
ἀπάχθομαι
Headword (normalized/stripped):
απαχθομαι
IDX:
10205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10206
Key:

Data

{'content': 'to be grievous'}