Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαύγασμα
ἀπαυγασμός
ἀπαυγής
ἀπαυδάω
ἀπαύδησις
ἀπαυθαδιάζοντες
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαύλια
ἀπαυλίζομαι
ἀπαυλισμός
ἀπαυλιστήριος
ἄπαυλος
ἀπαυλόσυνος
ἀπαυξάνομαι
ἀπαύξησις
ἀπαυράω
ἀπαυρίσκομαι
ἀπαυστί
ἄπαυστος
ἀπαυτίκα
View word page
ἀπαυλισμός
a moon-stroke

ShortDef

a moon-stroke

Debugging

Headword:
ἀπαυλισμός
Headword (normalized):
ἀπαυλισμός
Headword (normalized/stripped):
απαυλισμος
IDX:
10184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10185
Key:

Data

{'content': 'a moon-stroke'}