Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπατρία
ἄπατρις
ἀπάτωρ
ἀπαυαίνω
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυγασμός
ἀπαυγής
ἀπαυδάω
ἀπαύδησις
ἀπαυθαδιάζοντες
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαύλια
ἀπαυλίζομαι
ἀπαυλισμός
ἀπαυλιστήριος
ἄπαυλος
ἀπαυλόσυνος
ἀπαυξάνομαι
ἀπαύξησις
View word page
ἀπαυθαδιάζοντες
reject boldly

ShortDef

reject boldly

Debugging

Headword:
ἀπαυθαδιάζοντες
Headword (normalized):
ἀπαυθαδιάζοντες
Headword (normalized/stripped):
απαυθαδιαζοντες
IDX:
10179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10180
Key:

Data

{'content': 'reject boldly'}