Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδεισίθεος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἄδεκτος
ἀδελφεός
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδέλφιξις
ἀδέλφιον
ἀδελφίς
ἀδελφοδότης
ἀδελφόθεν
ἀδελφοκτονέω
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
View word page
ἀδελφικός
brotherly
ShortDef
brotherly
Debugging
Headword:
ἀδελφικός
Headword (normalized):
ἀδελφικός
Headword (normalized/stripped):
αδελφικος
IDX:
1017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1018
Key:
Data
{'content': 'brotherly'}