Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀπατουρεών
Ἀπατούρια
ἀπατρία
ἄπατρις
ἀπάτωρ
ἀπαυαίνω
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυγασμός
ἀπαυγής
ἀπαυδάω
ἀπαύδησις
ἀπαυθαδιάζοντες
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαύλια
ἀπαυλίζομαι
ἀπαυλισμός
ἀπαυλιστήριος
ἄπαυλος
ἀπαυλόσυνος
View word page
ἀπαυδάω
to forbid

ShortDef

to forbid

Debugging

Headword:
ἀπαυδάω
Headword (normalized):
ἀπαυδάω
Headword (normalized/stripped):
απαυδαω
IDX:
10177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10178
Key:

Data

{'content': 'to forbid'}