Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπάτμισις
ἄπατος
Ἀπατουρεών
Ἀπατούρια
ἀπατρία
ἄπατρις
ἀπάτωρ
ἀπαυαίνω
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυγασμός
ἀπαυγής
ἀπαυδάω
ἀπαύδησις
ἀπαυθαδιάζοντες
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαύλια
ἀπαυλίζομαι
ἀπαυλισμός
ἀπαυλιστήριος
View word page
ἀπαυγασμός
efflux of light, radiance, effulgence
ShortDef
efflux of light, radiance, effulgence
Debugging
Headword:
ἀπαυγασμός
Headword (normalized):
ἀπαυγασμός
Headword (normalized/stripped):
απαυγασμος
IDX:
10175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10176
Key:
Data
{'content': 'efflux of light, radiance, effulgence'}