Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπάτημα
ἀπατήνωρ
ἀπάτησις
ἀπατητής
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάω
ἀπατμίζω
ἀπάτμισις
ἄπατος
Ἀπατουρεών
Ἀπατούρια
ἀπατρία
ἄπατρις
ἀπάτωρ
ἀπαυαίνω
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυγασμός
ἀπαυγής
ἀπαυδάω
View word page
Ἀπατουρεών
month
ShortDef
month
Debugging
Headword:
Ἀπατουρεών
Headword (normalized):
ἀπατουρεών
Headword (normalized/stripped):
απατουρεων
IDX:
10167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10168
Key:
Data
{'content': 'month'}