Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτημα
ἀπατήνωρ
ἀπάτησις
ἀπατητής
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάω
ἀπατμίζω
ἀπάτμισις
ἄπατος
Ἀπατουρεών
Ἀπατούρια
ἀπατρία
ἄπατρις
ἀπάτωρ
ἀπαυαίνω
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
View word page
ἀπατμίζω
evaporate

ShortDef

evaporate

Debugging

Headword:
ἀπατμίζω
Headword (normalized):
ἀπατμίζω
Headword (normalized/stripped):
απατμιζω
IDX:
10164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10165
Key:

Data

{'content': 'evaporate'}