Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπατεών
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτημα
ἀπατήνωρ
ἀπάτησις
ἀπατητής
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάω
ἀπατμίζω
ἀπάτμισις
ἄπατος
Ἀπατουρεών
Ἀπατούρια
ἀπατρία
ἄπατρις
ἀπάτωρ
ἀπαυαίνω
ἀπαυγάζω
View word page
ἀπατιμάω
to dishonour greatly

ShortDef

to dishonour greatly

Debugging

Headword:
ἀπατιμάω
Headword (normalized):
ἀπατιμάω
Headword (normalized/stripped):
απατιμαω
IDX:
10163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10164
Key:

Data

{'content': 'to dishonour greatly'}