Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτημα
ἀπατήνωρ
ἀπάτησις
ἀπατητής
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάω
ἀπατμίζω
ἀπάτμισις
ἄπατος
Ἀπατουρεών
Ἀπατούρια
ἀπατρία
ἄπατρις
ἀπάτωρ
ἀπαυαίνω
View word page
ἀπάτητος
untrodden

ShortDef

untrodden

Debugging

Headword:
ἀπάτητος
Headword (normalized):
ἀπάτητος
Headword (normalized/stripped):
απατητος
IDX:
10162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10163
Key:

Data

{'content': 'untrodden'}