Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτημα
ἀπατήνωρ
ἀπάτησις
ἀπατητής
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάω
ἀπατμίζω
ἀπάτμισις
ἄπατος
Ἀπατουρεών
Ἀπατούρια
ἀπατρία
ἄπατρις
ἀπάτωρ
View word page
ἀπατητικός
fraudulent

ShortDef

fraudulent

Debugging

Headword:
ἀπατητικός
Headword (normalized):
ἀπατητικός
Headword (normalized/stripped):
απατητικος
IDX:
10161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10162
Key:

Data

{'content': 'fraudulent'}