Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπασχολέω
ἀπασχολητέον
ἀπασχολία
ἀπάτα
ἀπαταγί
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτημα
ἀπατήνωρ
ἀπάτησις
ἀπατητής
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάω
ἀπατμίζω
ἀπάτμισις
ἄπατος
View word page
ἀπατηλός
guileful, deceitful (cp ἀπατήλιος)
ShortDef
guileful, deceitful (cp ἀπατήλιος)
Debugging
Headword:
ἀπατηλός
Headword (normalized):
ἀπατηλός
Headword (normalized/stripped):
απατηλος
IDX:
10156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10157
Key:
Data
{'content': 'guileful, deceitful (cp ἀπατήλιος)'}