Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάστραψις
ἀπασφαλίζω
ἀπασχολέω
ἀπασχολητέον
ἀπασχολία
ἀπάτα
ἀπαταγί
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτημα
ἀπατήνωρ
ἀπάτησις
ἀπατητής
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάω
ἀπατμίζω
View word page
ἀπάτη
a trick, fraud, deceit

ShortDef

a trick, fraud, deceit

Debugging

Headword:
ἀπάτη
Headword (normalized):
ἀπάτη
Headword (normalized/stripped):
απατη
IDX:
10154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10155
Key:

Data

{'content': 'a trick, fraud, deceit'}