Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαστράπτω
ἀπάστραψις
ἀπασφαλίζω
ἀπασχολέω
ἀπασχολητέον
ἀπασχολία
ἀπάτα
ἀπαταγί
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτημα
ἀπατήνωρ
ἀπάτησις
ἀπατητής
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάω
View word page
ἀπατεών
a cheat, rogue, quack

ShortDef

a cheat, rogue, quack

Debugging

Headword:
ἀπατεών
Headword (normalized):
ἀπατεών
Headword (normalized/stripped):
απατεων
IDX:
10153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10154
Key:

Data

{'content': 'a cheat, rogue, quack'}