Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπασβολόομαι
ἀπασκαρίζω
ἀπασπάζομαι
ἀπασπαίρω
ἀπαστί
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπάστραψις
ἀπασφαλίζω
ἀπασχολέω
ἀπασχολητέον
ἀπασχολία
ἀπάτα
ἀπαταγί
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
View word page
ἀπασχολέω
to leave no leisure

ShortDef

to leave no leisure

Debugging

Headword:
ἀπασχολέω
Headword (normalized):
ἀπασχολέω
Headword (normalized/stripped):
απασχολεω
IDX:
10146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10147
Key:

Data

{'content': 'to leave no leisure'}