Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαρχή
ἀπάρχης
ἀπάρχομαι
ἀπάρχω
ἀπαρῳδήτως
ἅπας
ἀπασβολόομαι
ἀπασκαρίζω
ἀπασπάζομαι
ἀπασπαίρω
ἀπαστί
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπάστραψις
ἀπασφαλίζω
ἀπασχολέω
ἀπασχολητέον
ἀπασχολία
ἀπάτα
ἀπαταγί
View word page
ἀπαστί
fasting
ShortDef
fasting
Debugging
Headword:
ἀπαστί
Headword (normalized):
ἀπαστί
Headword (normalized/stripped):
απαστι
IDX:
10140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10141
Key:
Data
{'content': 'fasting'}