Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαρχαΐζω
ἀπαρχαιόομαι
ἀπαρχή
ἀπάρχης
ἀπάρχομαι
ἀπάρχω
ἀπαρῳδήτως
ἅπας
ἀπασβολόομαι
ἀπασκαρίζω
ἀπασπάζομαι
ἀπασπαίρω
ἀπαστί
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπάστραψις
ἀπασφαλίζω
ἀπασχολέω
ἀπασχολητέον
ἀπασχολία
View word page
ἀπασπάζομαι
take leave of

ShortDef

take leave of

Debugging

Headword:
ἀπασπάζομαι
Headword (normalized):
ἀπασπάζομαι
Headword (normalized/stripped):
απασπαζομαι
IDX:
10138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10139
Key:

Data

{'content': 'take leave of'}