Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάρτισις
ἀπαρτισμός
ἀπαρυστέον
ἀπαρύω
ἀπαρχαΐζω
ἀπαρχαιόομαι
ἀπαρχή
ἀπάρχης
ἀπάρχομαι
ἀπάρχω
ἀπαρῳδήτως
ἅπας
ἀπασβολόομαι
ἀπασκαρίζω
ἀπασπάζομαι
ἀπασπαίρω
ἀπαστί
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπάστραψις
View word page
ἀπαρῳδήτως
without alteration

ShortDef

without alteration

Debugging

Headword:
ἀπαρῳδήτως
Headword (normalized):
ἀπαρῳδήτως
Headword (normalized/stripped):
απαρωδητως
IDX:
10134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10135
Key:

Data

{'content': 'without alteration'}