Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάροχος
ἀπαρόω
ἀπαρρενόω
ἀπαρρησίαστος
ἄπαρσις
ἀπαρτάω
ἀπαρτής
ἀπάρτησις
ἀπαρτί
ἀπαρτία
ἀπαρτιζόντως
ἀπαρτίζω
ἀπαρτιλογία
ἀπάρτιον
ἀπάρτισις
ἀπαρτισμός
ἀπαρυστέον
ἀπαρύω
ἀπαρχαΐζω
ἀπαρχαιόομαι
ἀπαρχή
View word page
ἀπαρτιζόντως
adequately, precisely

ShortDef

adequately, precisely

Debugging

Headword:
ἀπαρτιζόντως
Headword (normalized):
ἀπαρτιζόντως
Headword (normalized/stripped):
απαρτιζοντως
IDX:
10120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10121
Key:

Data

{'content': 'adequately, precisely'}