Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαρόρμητος
ἀπαρουσιάστως
ἀπάροχος
ἀπαρόω
ἀπαρρενόω
ἀπαρρησίαστος
ἄπαρσις
ἀπαρτάω
ἀπαρτής
ἀπάρτησις
ἀπαρτί
ἀπαρτία
ἀπαρτιζόντως
ἀπαρτίζω
ἀπαρτιλογία
ἀπάρτιον
ἀπάρτισις
ἀπαρτισμός
ἀπαρυστέον
ἀπαρύω
ἀπαρχαΐζω
View word page
ἀπαρτί
completely

ShortDef

completely

Debugging

Headword:
ἀπαρτί
Headword (normalized):
ἀπαρτί
Headword (normalized/stripped):
απαρτι
IDX:
10118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10119
Key:

Data

{'content': 'completely'}