Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαρόδευτος
ἀπαρόξυντος
ἀπαρόρμητος
ἀπαρουσιάστως
ἀπάροχος
ἀπαρόω
ἀπαρρενόω
ἀπαρρησίαστος
ἄπαρσις
ἀπαρτάω
ἀπαρτής
ἀπάρτησις
ἀπαρτί
ἀπαρτία
ἀπαρτιζόντως
ἀπαρτίζω
ἀπαρτιλογία
ἀπάρτιον
ἀπάρτισις
ἀπαρτισμός
ἀπαρυστέον
View word page
ἀπαρτής
raised up
ShortDef
raised up
Debugging
Headword:
ἀπαρτής
Headword (normalized):
ἀπαρτής
Headword (normalized/stripped):
απαρτης
IDX:
10116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10117
Key:
Data
{'content': 'raised up'}