Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάρνησις
ἀπαρνητής
ἀπαρνητικός
ἄπαρνος
ἀπαρόδευτος
ἀπαρόξυντος
ἀπαρόρμητος
ἀπαρουσιάστως
ἀπάροχος
ἀπαρόω
ἀπαρρενόω
ἀπαρρησίαστος
ἄπαρσις
ἀπαρτάω
ἀπαρτής
ἀπάρτησις
ἀπαρτί
ἀπαρτία
ἀπαρτιζόντως
ἀπαρτίζω
ἀπαρτιλογία
View word page
ἀπαρρενόω
produce male plants

ShortDef

produce male plants

Debugging

Headword:
ἀπαρρενόω
Headword (normalized):
ἀπαρρενόω
Headword (normalized/stripped):
απαρρενοω
IDX:
10112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10113
Key:

Data

{'content': 'produce male plants'}