Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαρνέομαι
ἀπάρνησις
ἀπαρνητής
ἀπαρνητικός
ἄπαρνος
ἀπαρόδευτος
ἀπαρόξυντος
ἀπαρόρμητος
ἀπαρουσιάστως
ἀπάροχος
ἀπαρόω
ἀπαρρενόω
ἀπαρρησίαστος
ἄπαρσις
ἀπαρτάω
ἀπαρτής
ἀπάρτησις
ἀπαρτί
ἀπαρτία
ἀπαρτιζόντως
ἀπαρτίζω
View word page
ἀπαρόω
plough up
ShortDef
plough up
Debugging
Headword:
ἀπαρόω
Headword (normalized):
ἀπαρόω
Headword (normalized/stripped):
απαροω
IDX:
10111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10112
Key:
Data
{'content': 'plough up'}