Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαρκτέον
ἀπαρκτίας
ἀπάρκτιος
ἀπαρνέομαι
ἀπάρνησις
ἀπαρνητής
ἀπαρνητικός
ἄπαρνος
ἀπαρόδευτος
ἀπαρόξυντος
ἀπαρόρμητος
ἀπαρουσιάστως
ἀπάροχος
ἀπαρόω
ἀπαρρενόω
ἀπαρρησίαστος
ἄπαρσις
ἀπαρτάω
ἀπαρτής
ἀπάρτησις
ἀπαρτί
View word page
ἀπαρόρμητος
not excitable

ShortDef

not excitable

Debugging

Headword:
ἀπαρόρμητος
Headword (normalized):
ἀπαρόρμητος
Headword (normalized/stripped):
απαρορμητος
IDX:
10108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10109
Key:

Data

{'content': 'not excitable'}