Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαρκής
ἀπαρκούντως
ἀπαρκτέον
ἀπαρκτίας
ἀπάρκτιος
ἀπαρνέομαι
ἀπάρνησις
ἀπαρνητής
ἀπαρνητικός
ἄπαρνος
ἀπαρόδευτος
ἀπαρόξυντος
ἀπαρόρμητος
ἀπαρουσιάστως
ἀπάροχος
ἀπαρόω
ἀπαρρενόω
ἀπαρρησίαστος
ἄπαρσις
ἀπαρτάω
ἀπαρτής
View word page
ἀπαρόδευτος
inaccessible

ShortDef

inaccessible

Debugging

Headword:
ἀπαρόδευτος
Headword (normalized):
ἀπαρόδευτος
Headword (normalized/stripped):
απαροδευτος
IDX:
10106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10107
Key:

Data

{'content': 'inaccessible'}