Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαρίνη
ἀπαρινής
ἀπάριστα
ἀπαριστάω
ἀπαρκέω
ἀπαρκής
ἀπαρκούντως
ἀπαρκτέον
ἀπαρκτίας
ἀπάρκτιος
ἀπαρνέομαι
ἀπάρνησις
ἀπαρνητής
ἀπαρνητικός
ἄπαρνος
ἀπαρόδευτος
ἀπαρόξυντος
ἀπαρόρμητος
ἀπαρουσιάστως
ἀπάροχος
ἀπαρόω
View word page
ἀπαρνέομαι
to deny utterly, deny

ShortDef

to deny utterly, deny

Debugging

Headword:
ἀπαρνέομαι
Headword (normalized):
ἀπαρνέομαι
Headword (normalized/stripped):
απαρνεομαι
IDX:
10101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10102
Key:

Data

{'content': 'to deny utterly, deny'}