Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
View word page
ἀβόητος
not loudly lamented

ShortDef

not loudly lamented

Debugging

Headword:
ἀβόητος
Headword (normalized):
ἀβόητος
Headword (normalized/stripped):
αβοητος
IDX:
100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-101
Key:

Data

{'content': 'not loudly lamented'}